- συγχωρητικόν
- το см. συγχωροχάρτι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγχωρητικόν — συγχωρητικός assigning a place to . . masc acc sg συγχωρητικός assigning a place to . . neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)